Πασατέμπος

Ιστορία για να… περνά η ώρα – Σχόλια και παρατηρήσεις στο athinaios@live.com

Έγκλημα στου Χαροκόπου: 90 χρόνια αλήθειες και ψέματα

Για όλα… φταίει ένα τραγούδι σε μουσική Μάρκου Βαμβακάρη που λέει:

Καημένε Αθανασόπουλε τι σού ‘μελε να πάθεις
από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις

Μόνο που η αλήθεια είναι κάπως διαφορετική από το τραγούδι.

Ο Μίμης Αθανασόπουλος, εργολάβος, από το Γαρδίκι Αρκαδίας, πήγαινε… γυρεύοντας. Είχε παντρευτεί, πριν αποκτήσει περιουσία ο ίδιος, τη Σοφία (Φούλα) Κάστρου μια καλλονή της εποχής που ζούσε με τη μητέρα της Άρτεμη που είχαν τον… τρόπο τους. Μπορεί ο πατέρας, ο Παναγιώτης, να την είχε… κάνει στον Καναδά, αλλά εκεί άνοιξε ζαχαροπλαστεία και δημιούργησε σημαντική περιουσία. Ο εργολάβος Αθανασόπουλος βοηθήθηκε από την οικογένεια κι αργότερα όταν κι αυτός έφτιαξε κομπόδεμα το ανταπέδωσε…

Ανήμερα των Φώτων ένας ανήλικος βοσκός, ο Γιάννης Γκίκας βρίσκει δύο ραμμένες σακούλες. Φοβάται να τις ανοίξει. Φωνάζει τον πατέρα του Παναγιώτη και τον συγγενή τους Νίκο Νίκα. Θεωρούν ότι μπορεί να περιέχουν κάποιο θησαυρό από ληστεία κι ειδοποιούν την αστυνομία. Ειρωνεία: ο αστυνομικός που καταφθάνει λέγεται Αθανασόπουλος, Κώστας Αθανασόπουλος…

Οι εφημερίδες αναφέρονται στο γεγονός και η ιστορία αρχίζει…

Ο ιατροδικαστής Γιάννης Γεωργιάδης, ολυμπιονίκης της ξιφασκίας στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς κάνει ένα λάθος που θα αποδειχτεί καθοριστικό. Εξετάζοντας το πτώμα αναφέρεται σε «χειρουργικές κινήσεις» στον τεμαχισμό του πτώματος. Καταφέρνει να σχηματίσει το πρόσωπο και δίνει στη δημοσιότητα αυτή τη φωτογραφία.

Ένας αστυνομικός φίλος του Αθανασόπουλου, τον αναγνωρίζει. Με τη λάθος εκτίμηση του ιατροδικαστή ενοχοποιείται ο φίλος του θύματος, γιατρός στο επάγγελμα, Δημήτρης Καρτσώνης που συλλαμβάνεται και ανακρίνεται.

Εξετάζονται οι κινήσεις του θύματος. Το απόγευμα του Σαββάτου 3 Ιανουαρίου 1931, πηγαίνει σπίτι του από το οποίο έχει φύγει στις 15 Δεκεμβρίου. Το επισκέπτεται όμως για να πλυθούν τα ρούχα του και να δει τα παιδιά του. Μαζί με τον συγγενή και φίλο του Δημήτρη Καρτσώνη παίρνουν τα τρία παιδιά, την 7χρονη Καίτη, τον Ανδρέα και το αβάπτιστο που αργότερα θα πάρει το όνομα Δημήτρης, να κάνουν βόλτα στο Φάληρο. Επιστρέφουν τα παιδιά και με τον γιατρό συνεχίζουν τη βόλτα τους. Μαζί με τον συνέταιρό του Τάσο Γυφτέα καταλήγουν στο σεπαρέ του Γεμενάκη. Τι εστί σεπαρέ; Τα κλαμπ με ιδιωτικούς χώρους για παράνομα ζευγαράκια που έκαναν θραύση στην Ευρώπη και φυσικά στην Ελλάδα. Μαζί τους και μια στενή φίλη του Αθανασόπουλου, η οποία, αργότερα, μαζί με τη μητέρα της θεωρήθηκαν κι αυτές ύποπτες.

Ο Αθανασόπουλος επιστρέφει στο σπίτι του στη μια τα ξημερώματα της Κυριακής 4 Ιανουαρίου. Το κλίμα είναι τεταμένο. Οι ρήξεις με την πεθερά του με την οποία, όπως λέγεται είχε δεσμό, πριν παντρευτεί τη γυναίκα του είναι συνεχείς. Έχει πιει κι αποφασίζει να κοιμηθεί στο σπίτι του κι όχι στο ξενοδοχείο όπως κάνει το τελευταίο εικοσαήμερο. Στην κρεβατοκάμαρα βρίσκεται και η γυναίκα του. Ακούγονται φωνές. Σύμφωνα με τα όσα κατέθεσαν αργότερα Φούλα και η Άρτεμις, το θύμα βίασε τη σύζυγό του παρά φύση. Αυτή το είπε στη μητέρα της και με τη σειρά της ζήτησε από τον ανιψιό της Δημήτρη Μόσκιο που έχει έχει έρθει από την Κεφαλονιά για να ζήσει μαζί τους, να σκοτώσει τον γαμπρό της που εκείνη την ώρα κοιμόταν του καλού καιρού.

Ο Μόσκος, 18 χρόνων, παιδί με πολλά ψυχολογικά προβλήματα πήρε το όπλο, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και πυροβόλησε δύο φορές τον Αθανασόπουλο. Οι εφημερίδες της εποχής έσπευσαν να εικονογραφήσουν τη σκηνή.

Οι τρεις τους με τη βοήθεια της υπηρέτριας Γιαννούλας Μπέλου προσπάθησαν να κάψουν το πτώμα στο πλυσταριό. Όμως η μυρωδιά της καμένης σάρκας θα τους πρόδιδε. Αποφάσισαν να το τεμαχίσουν. Κι εδώ τη… βαριά δουλειά την έκανε ο Μόσκιος. Τα κομμάτια τοποθετήθηκαν σε δύο μεγάλες σακούλες. Τότε προέκυψε νέο πρόβλημα. Ποιος θα πετάξει τις σακούλες;

Ένας φίλος της πεθεράς που οι εφημερίδες της εποχής τον «βάφτισαν» εραστή, ο Σπύρος Μαγουλόπουλος, σύστησε ένα συγγενή του μεταφορέα που θα μπορούσε να… ξεφορτωθεί τις σακούλες, τον Αντώνη Μαγουλόπουλο, ο οποίος πήρε για βοήθεια τον Γιώργο Κορναράκη. Το σχέδιο ήταν να εναποθέσουν τις σακούλες στον Κηφισό, να τις παράσερνε το νερό και να καταλήξουν στο Φάληρο. Δυστυχώς για όλους οι δύο σακούλες που ρίχτηκαν στη γέφυρα του Τρίμμη στην περιοχή που ονομαζόταν Κοκκαλάδικα έμειναν εκεί. Το νερό ήταν λιγοστό κι οι σακούλες μπλέχτηκαν  σε κλαδιά δέντρων και δεν μετακινήθηκαν. Από εκεί άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι. Η έρευνα της αστυνομίας στο σπίτι του Αθανασόπουλου αποκάλυψε το μαχαίρι, αλλά και την κλωστή με την οποία είχαν ραφτεί οι σακούλες.

Οι εφημερίδες εξ αιτίας της σκληρότητας του εγκλήματος έπεσαν με μανία πάνω στις δύο πρωταγωνίστριες. Η όμορφη σύζυγος και η κακιά πεθερά. Το σήριαλ είχε αρχίσει.

Ο Αθανασόπουλος με τη Φούλα είχαν τρία παιδιά. Την 7χρονη Καίτη, τον Ανδρέα κι ένα αβάπτιστο μωρό που ονομάστηκε αργότερα Δημήτρης στη μνήμη του πατέρα του. Ήταν και το μόνο που επέζησε κι έκανε οικογένεια. Στην εφημερίδα Ελεύθερος Άνθρωπος διαβάζουμε την περιγραφή για την αντίδρασή τους. Ο κίτρινος τύπος στα καλύτερά του.

Η δίκη κράτησε 40 μέρες, έγινε ένα χρόνο μετά. Το δικαστήριο καταδίκασε σε θάνατο τις Σοφία (Φούλα), 25 χρόνων και τη μητέρα της Αρτεμη (Τίμη) σε θάνατο που αργότερα έγινε ισόβια, την υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλου (38 χρ.) επίσης σε ισόβια, σε 20 χρόνια τον  Δημήτρη Μόσκιο (18 χρ.) και σε 20 μήνες τον Σπύρο Μαγουλόπουλο.

Για χρόνια η υπόθεση απασχολούσε τις εφημερίδες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το τραγούδι σε στίχους Ιάκωβου Μοντάρη ήταν το δημοφιλέστερο σε δίσκους 78 στροφών. Πούλησε 90.000 αντίτυπα όταν τα γραμμόφωνα στην Αθήνα δεν ξεπερνούσαν τα χίλια!

Η Άρτεμις Κάστρου με τον σύζυγό της Παναγιώτη

Τι απέγιναν όμως οι πρωταγωνιστές της υπόθεσης;

Η Φούλα Κάστρου εξέτισε την ποινή της στις φυλακές Αβέρωφ. Εκεί συνδέθηκε με τον διευθυντή των φυλακών που ήταν συγγενής του πρώτου κατοχικού πρωθυπουργού Τσολάκογλου. Αξιοποιώντας ένα διάταγμα του 1941 περί αποσυμφορήσεως των  φυλακών επέστρεψε στην ελευθερία την ίδια χρονιά. Αργότερα παντρεύτηκε τον συνταγματάρχη Αγαπητό Κομήτη και πέθανε το 1971.

Η Φούλα Κάστρου σε ανέμελες στιγμές…

Η μητέρα της Άρτεμις αποφυλακίστηκε με το ίδιο διάταγμα. Πέθανε το 1956.

Ο Δημήτρης Μόσκιος που σκότωσε για να κάνει το χατίρι της θείας του στην οποία είχε υποχρέωση, νοσηλεύτηκε στο Δρομοκαΐτειο και πέθανε το 1936.

Χαμένη της υπόθεσης και η υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλλου. Εξέτισε ποινή 18 χρόνων, αποφυλακίστηκε το 1948 και παντρεύτηκε έναν Κεφαλλονίτη που της γνώρισε η Φούλα.

Πριν αρκετά χρόνια ο Τάσος Κοντογιαννίδης, ερευνητής – δημοσιογράφος, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Άγκυρα» το εξαιρετικό βιβλίο «Έγκλημα στου Χαροκόπου» με θέμα την πολύκροτη αυτή υπόθεση.

Σχολιάστε